Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Ζουρτσάνικες αναμνήσεις: Το Πάσχα στη Ζούρτσα





   Αναδημοσιεύουμε παρακάτω απόσπασμα της εφημερίδας της Ζούρτσας στο τελευταίο τεύχος της (αρ. φυλλου 121). 
Του Νίκου Δημοσθενίδη.                  


                            Το Πάσχα στη Ζούρτσα - Αναμνήσεις

    Παντού γιορτάζεται το Πάσχα. Και στις πόλεις και στα χωριά. Λένε όμως ότι το Πάσχα είναι καλύτερο στο χωριό. «Χριστούγεννα στην Πόλη και Πάσχα στο Χωριό». Έτσι και στη Ζούρτσα.
    Γιορταζόταν και γιορτάζεται κατά τον καλύτερο τρόπο. Βέβαια, περνώντας τα χρόνια αλλάζει και ο τρόπος και οι συνήθειες του ανθρώπου. Άλλες προς το καλύτερο και άλλες προς το χειρότερο. Πάντα όμως διαφορετικές. Πόσο διαφορετικά ήσαν τα πράγματα, όταν είμαστε παιδιά, εκεί στη δεκαετία του 1950!






    Από την Κυριακή των Βαΐων μπαίναμε στο πνεύμα του Πάσχα. Άρχιζαν οι βραδινές λειτουργίες, οι ολονυχτίες, όπως τις λέγαμε. Κάθε βράδυ στην εκκλησία. Μας άρεσε. Το παίρναμε κάπως και σαν διασκέδαση εμείς τα παιδιά. Τότε η εκκλησία είχε από τη μέση και κάτω στασίδια ανάμεσα στις δύο κολόνες. Τα αγόρια στεκόμαστε στο δεξιό μέρος πίσω από τα στασίδια αυτά. Τα κορίτσια αντίστοιχα στο αριστερό μέρος. Ήταν κάπως κρυμμένο το μέρος εκείνο και μας δινόταν η ευκαιρία να κάνουμε και καμιά ζαβολιά. Να πειράζουμε τον μπροστινό μας, να σπρώχνουμε κάποιον, τέτοια πράγματα.
   Αλλά και αυτά πολύ σπάνια. Δε μας έπαιρνε να είμαστε ανεξέλεγκτοι. Ερχόταν ο επίτροπος ο Γιώργος ο Χατζής (Γκούμας) και μας κατακεραύνωνε με το βλέμμα του. Τον τρέμαμε όλοι. Οι άλλοι επίτροποι, ο Χρήστος ο Κλέντος, ο Θοδωράκης ο Χατζής, ήσαν πιο ήρεμοι, δεν τους φοβόμαστε.
Το βράδυ της Ανάστασης η καμπάνα χτύπαγε στις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Η λειτουργία τελείωνε κατά τις 6. Είχε ξημερώσει για τα καλά. Νυσταγμένοι, κουρασμένοι από την ορθοστασία, πεινασμένοι από τη νηστεία (γιατί τότε νηστεύαμε κιόλας), καθόμαστεμέχρι το τέλος. Πού να τολμήσει κανένας να φύγει νωρίτερα. Δεν κοιτάγαμε από τον Παπα-Γιάννη. Αργότερα ήρθε η... μόδα, με το «Χριστός Ανέστη» να αδειάζει η εκκλησία για να πάμε κατευθείαν για φαΐ.
   Γυρίζαμε στα σπίτια και τρώγαμε τη μαγειρίτσα. Το αρνί αργότερα άρχιζε να ψήνεται στη σούβλα. Το πήραμε από τους Ρουμελιώτες. Αν και, όπως αναφέρεται σε κείμενα σχετικά με την κλεφτουριά,
στην Πελοπόννησο,που ήταν κυρίως η κοιτίδα της, έψηναν και έτρωγαν τον «οβελία αμνό». Κατά τις 3 η ώρα χτύπαγε πάλι η καμπάνα της Παναγίας στην Τρανή Βρύση. Πηγαίναμε στη λειτουργία της Αγάπης. Μετά το σχόλασμα της εκκλησίας, στο πλάτωμα που υπήρχε έξω άρχιζε ο χορός.
   Έπαιζαν τα όργανα και χόρευαν οι νέοι και οι νέες του χωριού μας. Και οι υπόλοιποι γύρω-γύρω έβλεπαν και συμμετείχαν στο λαϊκό αυτό πανηγύρι. Κάποιες χρονιές έκαιγαν και τον Ιούδα. Ένα ομοίωμα ανθρώπου φτιαγμένο από λινάτσα και άχυρο. Το στήριζαν σε ένα ξύλο και εκεί στην ανηφόρα που πάμε κατά τα Στριγκλογιανναίικα του έβαζαν φωτιά και λαμπάδιαζε. Έτσι, για να εκδικηθούμε την προδοσία του στο δάσκαλό του το Χριστό.




   Εμείς τα παιδιά αλλά και αρκετοί μεγάλοι καταγινόμαστε και με το γνωστό έθιμο των πυροτεχνημάτων ή κροτίδων. Τα λέγαμε και τρίγωνα ή μυστικά. Όλα ήσαν αυτοσχέδια. Δεν πουλάγανε τότε βιομηχανοποιημένα, έτοιμα. Αρχίζαμε να ρίχνουμε από τη Μεγάλη Εβδομάδα, με αποκορύφωμα το Πάσχα και τις ημέρες που ακολουθούσαν. Εγώ είχα ιδιαίτερη επίδοση στην κατασκευή τους. Είχα και τα απαραίτητα υλικά. Μπαρούτι, φυτίλι και χαρτί. Η ζάχαρη ερχόταν τότε στο μαγαζί μας σε τσουβάλια φτιαγμένα με αλλεπάλληλα φύλλα σκληρού χαρτιού, για να μην τρυπάνε. Όπως τα λιπάσματα αργότερα και όπως τα τσιμέντα ακόμα και σήμερα. Αυτό το χαρτί λοιπόν ήταν ό,τι έπρεπε. Το έκοβα λουρίδες και το τύλιγα τριγωνικά όπως τα τυροπιτάκια, έχοντας βάλει μέσα μπαρούτι.
   Μια χρονιά έφτιαξα ένα πολύ μεγάλο, σαν κεφάλι μικρού παιδιού. Πολύ μπαρούτι, πολύ χαρτί, κάπου-κάπου το έδενα και με σύρμα.
― Τι θα το κάνεις αυτό; Με ρωτάει ο πατέρας μου.
― Θα το ρίξω στην εκκλησία.
― Όχι. Θα το ρίξουμε τη νύχτα, την ώρα που θα χτυπήσει η καμπάνα.
― Εντάξει.
   Το έριξα λοιπόν τη νύχτα δίπλα στο οικόπεδο του Πιπιλή. Εσείστηκε ο τόπος! Την άλλη μέρα πάω, κοιτάζω και τι να ειδώ. Είχε ανοίξει μια μεγάλη γούβα στο χώμα. Ρε, πώς δεν το έριξα στην εκκλησία! Θα είχαμε θύματα.
   Έκανα όμως άλλη ζαβολιά. Στην Αγάπη, την ώρα που γινόταν ο χορός, εμείς τα παιδιά γύρω-γύρω παίζαμε και πετάγαμε τρίγωνα. Θυμάμαι σα να είναι τώρα. Χόρευε μπροστά ο Ελισσαίος ο Καπλάνης (Τσελίκας). Μόλις είχε γυρίσει από τον πόλεμο της Κορέας. Φορούσε τα χακί ρούχα και ένα γαλάζιο μαντίλι στο λαιμό. Ήταν αρραβωνιασμένος με μια μελαχρινή κοπέλα με κατσαρά μαλλιά, κόρη του Θανάση του Πιτσινή.
   Την ώρα αυτή, λοιπόν, ανάβω ένα τρίγωνο και το πετάω μέσα στο χορό και πάει και σκάει ακριβώς μπροστά στο πρόσωπο του Ηρακλή του Καρανικόλη, που έπαιζε κιθάρα. Κόντεψα να τον στραβώσω τον άνθρωπο. Αφήνει την κιθάρα του στην καρέκλα και έρχεται εκεί που είμαστε. Ποιος
το πέταξε; Ο Νίκος, ο Νίκος, λένε τα παιδιά. Εγώ ούτε που διανοήθηκα να λακίξω. Έτρεμαν τα πόδια μου.
   Έρχεται και στέκεται μπροστά μου σχεδόν ακουμπητά. Το πρόσωπό του έβγαζε κεραυνούς. Με κοιτάζει κατάματα για λίγα δευτερόλεπτα, που εμένα μου φάνηκαν αιώνες και ύστερα γυρίζει στη θέση του. Ούφ! Εσώθηκα! Δεν ξέρω τι σκέφτηκε την ώρα εκείνη. Δεν ξέρω τι τον έκανε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Γιατί, αν άρχιζε, με το θυμό που είχε, ακόμηθα με βάραγε. Πιθανόν να μην το θυμάται μετά από 60 τόσα χρόνια. Καλή του ώρα.
   Μόλις σουρούπωνε, ο χορός μεταφερόταν στου Ρέντζιου. Εκεί, το απόγευμα του Πάσχα καθώς και τα απογεύματα της Δευτέρας και της Τρίτης, γινότανε μεγάλο γλέντι. Τραπέζια, καρέκλες, ποτά, φαγητά, κόκκινα αυγά, κεράσματα. Τα όργανα να παίζουν και ο χορός να μη σταματάει. Και όσοι δε μετείχαν στο χορό, συμμετείχαν στο γλέντι ως θεατές. Όλο το χωριό, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γύρω-γύρω παρακολουθούσαν. Ο κήπος του Κομπορόζου, ο κήπος του Κόπιτσα, (τότε δεν υπήρχαν εκεί τα κτίσματα που υπάρχουν σήμερα), το χαγιάτι του Ξυδιά και οι γύρω δρόμοι γεμάτοι. Βλέπεις, τότε δεν υπήρχε τηλεόραση και ο κόσμος, για να ακούσει λίγη μουσική ή να ειδεί χορό, περίμενε να γίνει κανένας γάμος ή κανένα πανηγύρι. Οι μόνιμοι οργανοπαίχτες ήσαντε ο Μήτσος ο Αλεξανδρής με το κλαρίνο και ο Ηρακλής ο Καρανικόλης με την κιθάρα. Πλαισιωνόσαντε κατά καιρούς από διάφορους άλλους, όπως τον Κώστα τον Τρίμη από την Κοπάνιτσα, έναν Παναγούλια από τα Πετράλωνα και έναν Ζούπινα από το Λέπρεο ή από την Κοστομέρα. 
   Εμείς τα παιδιά γύρω-γύρω πηγαινορχόμαστε μέχρι του Καραντώνη και μέχρι τ’ αλώνια, παίζοντας και ρίχνοντας «μυστικά» που είχαμε φτιάξει.  Οι Χωροφύλακες προσπαθούσαν να μας απαγορεύουν να ρίχνουμε, αλλά, νέα παιδιά κι’ αυτοί, έκαναν τα στραβά μάτια. Ο Παναγιώτης, ο χωροφύλακας, με τρόπο μου έλεγε: Έχεις κανένα να μου δώσεις; Του έδινα με τρόπο μερικά και καταλαβαίνετε από εκεί και πέρα πόσο απαγορευόταν. Εγώ πάντως τα έκρυβα πότε στον κόρφο, πότε μέσα στη φανέλα στην κοιλιά, ακόμη και στις κάλτσες.
   Ερχότανε και ο πλανόδιος φωτογράφος από τη Ζαχάρω, ο Αριστείδης ο Κούκλινος (Γιαννακόπουλος το επώνυμό του). Ένας ψηλός, αδύνατος, με το ένα μάτι μισοκλεισμένο, σαν ελαττωματικό.
Έστηνε το… ατελιέ του μπροστά στο σπίτι του Λυμπέρη. Μια πρασινωπή υφαντή κουβέρτα στον τοίχο, τη μηχανή με τον τρίποδα μπροστά και… έτοιμος! Έβαζε τους ενδιαφερόμενους μπροστά στην
κουβέρτα, όρθιους ή καθιστούς, έβαζε το χέρι του μέσα σε ένα μακρύ πάνινο σωλήνα σα μανίκι, σκέπαζε το κεφάλι του με ένα άλλο πανί (όλα αυτά προφυλάξεις για να μην πάρει φως ο σκοτεινός θάλαμος) και από μια τρύπα κοίταζε μέσα για να δώσει στο φακό την ανάλογη ρύθμιση, το ζουμάρισμα, όπως λένε σήμερα. Ύστερα έδινε τις απαραίτητες οδηγίες: «Κοιτάτε το φακό, μην κουνιόσαστε. Έτοιμοι;». Έβγαζε το κάλυμμα του φακού, ένα, δύο, τρία, μέτραγε μέσα του, ξανάκλεινε το φακό και
τέλος. Ύστερα χανότανε κάμποση ώρα μέσα στο μαύρο πανί και τέλος ξαγνάνταγε κρατώντας τη φωτογραφία. Τη βούταγε για λίγο σε ένα κουβαδάκι με κάποιο υγρό, την κούναγε πέρα δώθε για να
στεγνώσει και την παρέδιδε στον πελάτη. Πόσες τέτοιες φωτογραφίες ασφαλώς υπάρχουν σήμερα στα σπίτια μας, ενθύμια της ωραίας εκείνης εποχής!
   Τις πιο πολλές χρονιές, τη Δευτέρα του Πάσχα γιορτάζαμε και του Αγίου Γεωργίου. Πηγαίναμε στο εξωκλήσι του Αϊ-Γιώργη. Λίγοι μέσα και οι πιο πολλοί έξω. Συνδυασμός της ωραίας ψαλμωδίας με τον ήχο των κουδουνιών από τα γειτονικά κοπάδια, που έβοσκαν το τρυφερό ροδάμι από τα πουρνάρια.
   Οι εορτασμοί ολοκληρώνονταν την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής με τη λειτουργία στην Παναγία και την Περιφορά της Εικόνας της σε όλο το χωριό. Έτσι τελείωνε το δεκαπενθήμερο του Πάσχα. Από τη Δευτέρα του Θωμά άνοιγαν τα σχολεία και τέρμα. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.                                                                                                       Του χρόνου πάλι με υγεία.
                                                                                   
                                                                                   ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΙΔΗΣ

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου